κοννος

κοννος
    κόννος
    v. l. κόνος ὅ
    1) серьга, подвеска
    

(κόνοι καὴ ψέλλια Polyb.)

    2) борода
    

(τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοννος" в других словарях:

  • κόννος — κόννος, ὁ (Α) 1. είδος μικρού κοσμήματος 2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.) 3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( νν )] …   Dictionary of Greek

  • Κόννος — trifle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννος — trifle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννον — Κόννος trifle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννον — κόννος trifle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννου — Κόννος trifle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννου — κόννος trifle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννους — Κόννος trifle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννους — κόννος trifle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννῳ — Κόννος trifle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννῳ — κόννος trifle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»